βραδείας

βραδείας
βραδείᾱς , βραδύς
slow
fem acc pl
βραδείᾱς , βραδύς
slow
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… …   Dictionary of Greek

  • παστερίωση — Μέθοδος εξουδετέρωσης με χρήση θερμότητας των φυσικών ενζύμων ή παθογόνων σπερμάτων που βρίσκονται σε οργανικά υγρά. Ο Παστέρ υπήρξε ο πρώτος που επινόησε τη μέθοδο αυτή για την αποστείρωση των υγρών. Η π. εφαρμόζεται ειδικά για να συντηρηθεί το… …   Dictionary of Greek

  • φύμα — το / φῦμα, ύματος, ΝΜΑ καθετί που εκφύεται, που εξέχει στο δέρμα ή σε άλλο σημείο τού σώματος, έπαρμα νεοελλ. 1. ανατ. μικρών διαστάσεων προεξοχή οστών, τής εγκεφαλικής ουσίας ή άλλων ιστών (α. «γενειακό φύμα τής κάτω γνάθου» β. «σφαγιδιτικό φύμα …   Dictionary of Greek

  • αγγειοβλάστωμα — Πολύ σπάνιος και βραδείας ανάπτυξης μη καρκινικός όγκος του εγκεφάλου, που αποτελείται από κύτταρα αιμοφόρων αγγείων …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη — Ηφαιστειακή σποδός που προέρχεται από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια των νησιών Σαντορίνη, Θηρασία και Ασπρονήσι, με στρώμα πάχους 15 50 μ. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό ή καφέ και χημικά αποτελείται κυρίως από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”